- περικαθαριεῖτε
- περικαθαρίζωpurge entirelyfut ind act 2nd pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικαθαρίζω — ΜΑ καθαρίζω τελείως, εξαγνίζω («καὶ περικαθαριεῑ κύριος τὴν καρδίαν σου», ΠΔ) αρχ. απαλλάσσω από ακαθαρσίες, αποκαθαίρω* («περικαθαριεῑτε τὴν ἀκαθαρσίαν αὐτοῡ», ΠΔ) … Dictionary of Greek